- κοροϊδία
- η [κοροϊδεύω]1. εμπαιγμός, χλευασμός2. εξαπάτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοροϊδία — η 1. εμπαιγμός, χλευασμός. 2. εξαπάτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μορέτο, Αγκουστίν — (Agustin Moreto, Μαδρίτη 1618 – Τολέδο 1669). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στην Αλκαλά ντε Ενάρες· αφού χειροτονήθηκε ιερέας, ανέλαβε υπηρεσία σ’ ένα νοσοκομείο του Τολέδο, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Το θεατρικό του έργο (το… … Dictionary of Greek
αγή — ἀγή, η (Α) [ἄγνυμι] 1. σπασμένο κομμάτι, θραύσμα 2. καμπή, λύγισμα 3. απάτη, κοροϊδία 4. φρ. «κύματος ἀγή», το μέρος όπου σπάει το κύμα, ακτή, παραλία … Dictionary of Greek
αναγέλασμα — το [αναγελώ] 1. εμπαιγμός, χλευασμός, κοροϊδία 2. ο άξιος εμπαιγμού, ο περίγελος τών άλλων … Dictionary of Greek
ατιμασιά — η (AM ἀτιμασία) αισχύνη, ντροπή νεοελλ. κατάρα μσν. 1. σαρκασμός, κοροϊδία 2. μεμψιμοιρία, κατηγορία … Dictionary of Greek
γέλασμα — το (AM γέλασμα) [γελώ] 1. το γέλιο 2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως 3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία νεοελλ. το ξεγέλασμα, η απάτη αρχ. ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.) … Dictionary of Greek
γέλιο — το (Μ γέλιον, το) 1. η έκφραση χαράς ή ειρωνείας με συσπάσεις τών χειλιών, τού στόματος, τού προσώπου και με ηχηρές εκπνοές 2. φρ. α) «έσκασα στα γέλια» ή «πέθανε στα γέλια» γέλασα τόσο που δυσκολευόμουν ν ανασάνω β) τα γέλια θα σού βγουν ξινά»… … Dictionary of Greek
δούλεμα — το (AM δούλευμα Μ και δούλεμα) νεοελλ. 1. το να δουλεύεται κάτι, να τυγχάνει επεξεργασίας 2. (για αγρό) όργωμα, καλλιέργεια 3. επεξεργασία λεπτομερειών («αυτό το σύγγραμμα θέλει ακόμη δούλεμα») 4. κοροϊδία, κούρντισμα μσν. λειτουργία αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εμπαιγμός — ο (AM ἐμπαιγμός) χλευασμός, κοροϊδία νεοελλ. εξαπάτηση … Dictionary of Greek
καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα … Dictionary of Greek